κορκορυγη

κορκορυγη
    κορκορυγή
    κορκορῠγή
    ἥ грохотание, грохот, шум Aesch., Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κορκορυγη" в других словарях:

  • κορκορυγή — κορκορυγή, ἡ (Α) υπόκωφος θόρυβος, βοή («κορκορυγαὶ δ ἀνὰ ἄστυ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Το θ. κορ πιθ. < κόραξ και ο σχηματισμός κατά τα βορβορυγή, ολολυγή] …   Dictionary of Greek

  • κορκορυγή — rumbling noise fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορκορυγαί — κορκορυγή rumbling noise fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορκορυγήν — κορκορυγή rumbling noise fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ker-1, kor-, kr- —     ker 1, kor , kr     English meaning: a kind of sound (hoarse shrieking, etc..), *crane     Deutsche Übersetzung: ‘schallnachahmung for heisere, rauhe Töne, solche Tierstimmen and die sie ausstoßenden Tiere”     Note: Root ker 1, kor , kr : “a …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • BAUCALIS — Graece βαυκάλις, cognomen Alexandri cuiusdam Presbyteri, apud Philostorgium l. 1. c. 4. sic dicta διὰ τὸ σαρκὸς ὑπερτραφοῦς ὄγκου ὑπὸ τῶ μεταφρένων αὐτοῦ σεσωρευμένον, ἄγτους ὁςτρακίνου ἐκμιμεῖςθαι χῆμα, ἅπερ οὖν Βαυκάλας ἐπιχωρίως Α᾿λεξανδρεῖς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κορκορυγώ — κορκορυγῶ, έως (Α) [κορκορυγή] γουργουρίζω …   Dictionary of Greek

  • κορκορυγάς — κορκορυγά̱ς , κορκορυγή rumbling noise fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»